θειόχρωμα

θειόχρωμα
Χημική ένωση με τύπο C12H14ON4S. Προέρχεται από την οξείδωση της θειαμίνης (βιταμίνη Β1) σε αλκαλικό περιβάλλον. Είναι κρυσταλλικό σώμα κιτρίνου χρώματος και τα υδατικά του διαλύματα εμφανίζουν έντονο φθορισμό στο υπεριώδες φως. Στην ιδιότητα αυτή του ειδικού φθορισμού του θ. στηρίζεται η μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού της θειαμίνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”