- θειόχρωμα
- Χημική ένωση με τύπο C12H14ON4S. Προέρχεται από την οξείδωση της θειαμίνης (βιταμίνη Β1) σε αλκαλικό περιβάλλον. Είναι κρυσταλλικό σώμα κιτρίνου χρώματος και τα υδατικά του διαλύματα εμφανίζουν έντονο φθορισμό στο υπεριώδες φως. Στην ιδιότητα αυτή του ειδικού φθορισμού του θ. στηρίζεται η μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού της θειαμίνης.
Dictionary of Greek. 2013.